- κροταλώ
- -άωβλ. κροταλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κροτάλῳ — Κρόταλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτάλῳ — κρόταλον clapper neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… … Dictionary of Greek
κροταλιώ — και κροταλώ βλ. κροταλίζω … Dictionary of Greek
κροταλίζω — και κροταλώ 1. κάνω κρότο με τη σύγκρουση κροτάλων. 2. κάνω κάτι να κροταλίσει: Κροταλίζω τη γλώσσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)